Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

пьеса ж

  • 1 пьеса

    пьеса ж 1) το θεατρικό έργο 2) муз. το κομμάτι, το μουσικό τεμάχιο
    * * *
    ж
    1) το θεατρικό έργο
    2) муз. το κομμάτι, το μουσικό τεμάχιο

    Русско-греческий словарь > пьеса

  • 2 пьеса

    1. (драматическое произведение для театрального представления) το θεατρικό έργο 2. муз. το μουσικό κομμάτι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пьеса

  • 3 пьеса

    пьес||а
    ж
    1. τό θεατρικό ἔργο·
    2. муз. τό (μουσικό) κομμάτι:
    он сыграл две \пьесаы ἐπαιξε δυό κομμάτια.

    Русско-новогреческий словарь > пьеса

  • 4 пьеса

    [π'γιέσα] ουσ. θ. θεατρικό έργο

    Русско-греческий новый словарь > пьеса

  • 5 пьеса

    [π'γιέσα] ουσ θ θεατρικό έργο

    Русско-эллинский словарь > пьеса

  • 6 пьеса

    θ.
    1. θεατρικό έργο.
    2. μουσικό κομμάτι.
    3. παλ. μικρό λογοτεχνικό έργο.

    Большой русско-греческий словарь > пьеса

  • 7 акт

    акт
    м
    1. (действие, поступок) ἡ πράξη [-ις], ἡ ἐνέργεια:
    террористический \акт ἡ τρομοκρατική πράξη;
    2. (документ) ἡ πράξη [-ις], τό ἐγγραφο[ν]:
    нотариальный \акт ἡ συμβολαιογραφική πράξη; обвинительный \акт τό κατηγορητήριο; \акты гражданского состояния οἱ ληξιαρχικές πράξεις; составлять \акт συντάσσω πρακτικών
    3. театр. ἡ πράξη [-ις]:
    пьеса в пяти \актах δράμα σέ πέντε πράξεις;
    4. (в учебных заведениях) ἡ τελετή.

    Русско-новогреческий словарь > акт

  • 8 вещь

    вещ||ь
    ж
    1. (предмет) τό πρᾶ[γ]μα, τό ἀντικείμενο[ν]·
    2. \вещьи мн. (имущество) τά πρά[γ]ματα/ οἱ ἀποσκευές (багаж)/ τά ρούχα (одежда):
    носильные \вещьи τά ἐνδύματα, τά φορέματα, τά ρούχα, ὁ ἱματισμός· теплые \вещьи τά ζεστά ρούχα·
    3. (пьеса, книга и т. п.) разг τό Εργο:
    хорошая \вещь (τό) καλό ἔργο· ◊ \вещь в себе филос. τό πράγμα καθ' ἐαυτό· удивительная \вещь! καταπληκτικό πράγμα!

    Русско-новогреческий словарь > вещь

  • 9 нравиться

    нрави||ться
    несов ἀρέσ(κ)ω, εὐχαριστώ:
    мне не \нравитьсятся эта пьеса δέν μοῦ ἀρέσει αὐτό τό θεατρικό ἐργο· \нравитьсятся ли вам эта книга? σᾶς ἀρέσει αὐτό τό βιβλίο;· он мне никогда не \нравитьсялся (αὐτός) δέν μοῦ ἄρεσε ποτέ.

    Русско-новогреческий словарь > нравиться

  • 10 действие

    ουδ.
    1. δράση, ενέργεια, πράξη•

    план -я σχέδιο δράσης•

    действие равно противодействию η δράση είναι ίση προς την αντίδραση•

    математика в -и τα μαθηματικά στην πράξη•

    радиус -я ακτίνα δράσης•

    самовольные -я αυθαίρετες ενέργειες (πράξεις).

    πλθ. -я (στρατ.) επιχειρήσεις•

    военные -я πολεμικές επιχειρήσεις.

    2. λειτουργία, ενέργεια, δου-λιά, εργασία•

    быть ή находиться в -и λειτουργώ, δουλεύω•

    привести машину в действие βάζω εμπρός τη μηχανή.

    || εφαρμογή στην πράξη, ισχύς•

    продлить действие договора παρατείνω την ισχύ της συμφωνίας•

    вести указ в действие εφαρμόζω τις οδηγίες στην πράξη•

    закон обратного -я не имеет ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ•

    входить в действие μπαίνω σε ισχύ, ισχύω.

    3. επίδραση, επενέργεια, επιρροή, επίρροια•

    мина ή бомба замедленного -я νάρκη, βόμβα ωρολογιακή•

    магнитное действие тока η μαγνητική επίδρααη του ρεύματος•

    химическое действие χημική επίδραση•

    бомба фугасного -я βόμβα εκρηκτική•

    благотворное действие ευεργετική επίδραση•

    удушающее действие αποπνικτική (ασφυκτική) επίδραση•

    не оказывает никакого -я δεν επιδρά καθόλου!•

    разрушающее действие καταστρεπτική επίδραση•

    под -ем κάτω από την επίδραση.

    4. υπόθεση, δράση, θέμα λογοτεχνικού έργου•
    5. πράξη (θεατρικού έργου)•

    пьеса в трех -ях θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις.

    6. πράξη (αριθμητική)•

    четыре -я арифметики οι τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.

    Большой русско-греческий словарь > действие

  • 11 заигранный

    επ. από μτχ.
    φθαρμένος από τη χρήση•

    -ая пластинка φθαρμένος (φωνογραφικός) δίσκος.

    || τετριμμένος•

    -ая пьеса τετριμμένο (παραπαιγμένο) θεατρικό έργο.

    Большой русско-греческий словарь > заигранный

  • 12 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 13 многоактный

    επ.
    πολύπρακτος•

    -ая пьеса το πολύπρακτο θεατρικό έργο.

    Большой русско-греческий словарь > многоактный

  • 14 переигрывать

    ρ.δ.
    βλ. переиграть.
    ξαναπαίζομαι•

    пьеса -лась το (θεατρικό) έργο ξαναπαίζονταν.

    Большой русско-греческий словарь > переигрывать

  • 15 расписать

    ρ.σ.μ.
    1. γράφω, αντιγράφω•

    расписать роли пьеса αντιγράφω τους ρόλους του θεατρικού έργου,

    2. καταγράφω, καταχωρώ. || κατανέμω, γράφω, καθορίζω με τη σειρά.
    3. διακοσμώ (με σχήματα, χρώματα).
    4. μτφ. περιγράφω λεπτομερώς• ωραιοποιώ.
    1. υπογράφω•

    прочтите и -тесь διαβάστε και υπογράψτε•

    расписать на ведомости υπογράφω στον κατάλογο.

    || μτφ. παραδέχομαι, ομολογώ, αναγνωρίζω•

    расписать в собственном невежестве παραδέχομαι την αμάθεια μου.

    2. δηλώνω το γάμο στο ληξιαρχείο.
    3. με τραβά το γράψιμο, ξεχνιέμαι γράφοντας.

    Большой русско-греческий словарь > расписать

  • 16 сценичный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    θεατρικός•

    -ая пьеса θεατρικό έργο.

    Большой русско-греческий словарь > сценичный

  • 17 шуточный

    επ.
    αστείος• εύθυμος, ευτράπελος • φαιδρός, σκωπτικός• κωμικός•

    -ая беседа εύθυμη συνομιλία•

    -ое стихотворение σκωπτικό (σατυρικό) ποίημα•

    -ая пьеса σκωπτικό (κωμικό) θεατρικό έργο.

    Большой русско-греческий словарь > шуточный

См. также в других словарях:

  • пьеса — См. игра …   Словарь синонимов

  • Пьеса — (франц. pièce)  драматическое произведение, обычно классического стиля, созданное для постановки какого либо действия в театре. Это общее видовое название произведений драматургии, предназначенных для исполнения со сцены. Структура пьесы… …   Википедия

  • ПЬЕСА — То же, что пиеса, см. это слово. Словарь иностранных слов, вошедших в состав русского языка. Чудинов А.Н., 1910. ПЬЕСА вообще литературное или музык. произведение; в тесном смысле драматическое произведение. Словарь иностранных слов, вошедших в… …   Словарь иностранных слов русского языка

  • Пьеса — (франц. piece «вещь», «кусок») как драматургический термин применяется для тех произведений, которые затруднительно отнести к каким либо из уже канонизированных теорией жанров. Так, в истории французского театра мы встречаем слово «пьеса» в… …   Литературная энциклопедия

  • ПЬЕСА — и (устар.) пиеса, пьесы, жен. (франц. pièce). 1. Драматическое произведение. Поставить новую пьесу. Переводная пьеса. «В пиесах драматических… в нас страсти благородные умеет возбуждать.» Некрасов. 2. Небольшое музыкальное произведение (муз.).… …   Толковый словарь Ушакова

  • ПЬЕСА — ПЬЕСА, ы, жен. 1. Драматическое произведение для театрального представления. 2. Небольшое музыкальное инструментальное лирическое или виртуозное сочинение. П. для баяна. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • ПЬЕСА — ПЬЕСА, пиеса жен., франц. сочинение драматическое, театральное или музыкальное. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

  • пьеса — сущ., ж., употр. часто Морфология: (нет) чего? пьесы, чему? пьесе, (вижу) что? пьесу, чем? пьесой, о чём? о пьесе; мн. что? пьесы, (нет) чего? пьес, чему? пьесам, (вижу) что? пьесы, чем? пьесами, о чём? о пьесах 1. Пьеса это драматическое… …   Толковый словарь Дмитриева

  • пьеса — ПЬЕС, ПЬЕСА, ПИЕСА ы, ж. pièce f. 1. Сочинение (ученое); документ. СИЗ. Понеже ведаю, сколько вы любите читать и любопытны, того ради прилагаю при сем один пиес, который так написан, как лучше того нельзя. 1744. М. П. Бестужев Рюмин. // АВ 2 230 …   Исторический словарь галлицизмов русского языка

  • пьеса — ы, ж. 1) Драматическое произведение для театрального представления. [Треплев:] Она... против моей пьесы, потому что не она играет, а Заречная. Она не знает моей пьесы, но уже ненавидит ее (Чехов). Синонимы: дра/ма 2) Небольшое музыкальное… …   Популярный словарь русского языка

  • пьеса — литературное произведение, предназначенное для сценического исполнения. Рубрика: структура драматического произведения Часть: акт Прочие ассоциативные связи: драматические жанры Пьеса драма, комедия самая трудная форма литературы, трудная потому …   Терминологический словарь-тезаурус по литературоведению

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»